συνεισηνέγκατο

συνεισηνέγκατο
συνεισφέρω
join in paying war-tax
aor ind mid 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνεισφέρω — ΝΜΑ [εἰσφέρω] 1. (ιδίως σχετικά με χρήματα) εισφέρω, καταβάλλω από κοινού (α. «όλοι πρέπει να συνεισφέρουμε για να βοηθήσουμε τους σεισμοπαθείς» β. «συγκαλέσας τοὺς Χίους χρήματα ἐκέλευσε συνεισενεγκεῑν», Ξεν.) 2. μτφ. συντελώ, συμβάλλω σε κάτι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”